- παραφορά
- η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β. «πρηΰνεσθαι τὴν παραφοράν», Ιάμβλ.)αρχ.1. (για τον νου) ταραχή, διατάραξη2. παραφροσύνη, φρενίτιδα3. παράπλευρη κίνηση, παράλληλη πορεία4. φρ. «παραφορὰς ποιοῡμαι»(για ποταμό) σχηματίζω βραχίονες5. παλινδρομική κίνηση, κίνηση πίσω-μπρος6. (για ξίφος) ταλαντευόμενη, αναποφάσιστη κίνηση7. ανώμαλο, ακανόνιστο, άτακτο, ασταθές βάδισμα8. προμήθεια, παροχή.
Dictionary of Greek. 2013.